κόρια

κόρια
κόριον
little girl
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κορία — Κορίᾱ , Κορίη fem nom/voc/acc dual Κορίᾱ , Κορίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορία — Επωνυμία της Αθηνάς και της Άρτεμης. Σύμφωνα με την παράδοση, η επωνυμία αυτή οφείλεται σε κάποιον Προίτο, τον οποίο βοήθησε η Άρτεμη να βρει τις κόρες του που είχαν φύγει και τις συνέτισε η Αθηνά. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Προίτος έχτισε ναούς… …   Dictionary of Greek

  • Κορίας — Κορίᾱς , Κορίη fem acc pl Κορίᾱς , Κορίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορίαν — Κορίᾱν , Κορίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Список эпитетов Афины — Парковая статуя Афины Богиня Афина имела множество различных эпитетов, как связанных с её функциями, так и топонимических: Список Агелия (Агелейя; …   Википедия

  • Coria — CORIA, æ, Gr. Κορία, ας, ein Beynamen der Minerva, welche ihren Tempel zu oberst auf einem Berge bey Clitoriis in Arkadien hatte. Man hält sie mit Coresia für einerley. Pausan. Arcad. c. 21. p. 487. Cf. Spanh. ad Callim. Hymn. in Dian. v. 234 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάλανδρος — ο (Α κάλανδρος) είδος κορυδαλλού, καλάνδρα*, γαλιάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. νδρος (πρβλ. κορία νδρος, μαίαν νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • Γκετς, Σταν — (Stan Getz, Φιλαδέλφεια 1927 – Μαλιμπού 1991). Αμερικανός μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Από τους μεγαλύτερους σαξοφωνίστες της τζαζ του περασμένου αιώνα, ο Γ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1940, δηλαδή στο μεσοδιάστημα …   Dictionary of Greek

  • Μακ Λάφλιν, Τζον — (John McLaughlin, Γιορκσάιρ 1942 –). Άγγλος μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους κιθαρίστες της τζαζ και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνέβαλε αποφασιστικά με τις συνθέσεις του στην καθιέρωση του ιδιώματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”